- ἐπέχει
- ἐπιχέωpour overimperf ind act 3rd sg (attic epic)ἐπώχατοpres ind mp 2nd sgἐπώχατοpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
датиѥ — ДАТИ|Ѥ (4*), ˫А с. Даяние: всгѩко датиѥ добро отъ оц҃а свѣта сим исъходить. СкБГ XII, 18в; могыи б҃ъ. всѩ ст҃ы˫а иже въ мирѹ ща [вм. сѹща?] собою питати. ѡстави датиѥ [ПНЧ 1795 – удерживает даяние] (ἐπέχει δόσιν) ПНЧ 1296, 66; се ѥсть ѥже хранити … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отъводити — ОТЪВО|ДИТИ (28), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Уводить: ˫Ако въсхыща˫а или скрыва˫а. чюжѹ рабѹ блѹдницю сущу ни ˫ако ѹкрада˫а рабы и ѿводѧ. ни ˫ако же тать не казнитсѧ. КР 1284, 257а; Встанѣте идѣмъ ѿсюду слышасте сп҃са гл҃ща. не паче ли что тогда сущи(х)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… … Dictionary of Greek
ισομήτωρ — ἰσομήτωρ, δωρ. τ. ίσομάτωρ, ὁ (Α) ίσος με τη μητέρα, αυτός που επέχει θέση μητέρας («ἰσομάτωρ ἀμνός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. σιδηρο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
κυρηναίος — αία, ο (Α κυρηναῑος, α, ον) [Κυρήνη] 1. εκείνος που ανήκει στην αρχαία ελληνική πόλη τής βόρειας Αφρικής Κυρήνη ή προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυρηναίος, η Κυρηναία ο κάτοικος τής Κυρήνης ή αυτός που κατάγεται από… … Dictionary of Greek
μαγάς — (; – 268 π.Χ.). Ηγεμόνας της Κυρήνης, της δυναστείας των Πτολεμαίων. Ήταν γιος του Πτολεμαίου Α’ και της ετεροθαλούς αδελφής του και συζύγου του Βερενίκης. Ο Πτολεμαίος έστειλε τον Μ. να καταπνίξει την επανάσταση στην Κυρήνη και όταν το πέτυχε,… … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek